ἀθεμίστων

ἀθεμίστων
ἀθέμιστος
unlawful
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωταγωγός — ό / φωταγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που φέρνει φως νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων μσν. 1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”